στιγματισμός

στιγματισμός
ο
1. επίθεση στιγμάτων.
2. κηλίδωση, αμαύρωση.
3. επίκριση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στιγματισμός — Ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος, που αναφέρεται στο γεγονός ότι σε κάθε σημείο ενός αντικείμενου αντιστοιχεί ένα σημείο του ειδώλου και αντίστροφα. Αν το σύστημα παρουσιάζει σ. για όλα τα σημεία του αντικείμενου (ή αντίστροφα του ειδώλου) τότε… …   Dictionary of Greek

  • διάστιξη — (AM διάστιξις) [διαστίζω] ο χωρισμός λέξεων ή φράσεων με τα σημεία στίξεως, η στίξη νεοελλ. 1. στολισμός επιφάνειας με στίγματα, στιγματισμός 2. ειδικά η διακόσμηση τού ανθρώπινου σώματος με παραστάσεις δερματοστιξία, τατουάζ μσν. 1. στιγματισμός …   Dictionary of Greek

  • δερματοστιξία — Βλ. λ. τατουάζ. * * * η η χάραξη εικόνων, σχεδίων κ.τ.ό. στο σώμα τού ανθρώπου με αιχμηρό όργανο, στιγματισμός, τατουάζ …   Dictionary of Greek

  • καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • μουντζούρωμα — και μουτζούρωμα και μουζούρωμα, το [μουντζωρώνω] 1. λέρωμα με καπνιά ή άλλη σκουρόχρωμη ύλη, ιδίως πάνω στο πρόσωπο 2. μτφ. σπίλωση, ηθικός στιγματισμός …   Dictionary of Greek

  • στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο …   Dictionary of Greek

  • σταμπάρισμα — το, Ν [σταμπάρω] 1. η τοποθέτηση, η επίθεση τής στάμπας πάνω σε κάτι, αποτύπωση 2. το να αποτυπωθεί κάτι καλά στη μνήμη 3. μτφ. α) ο κοινωνικός ή ηθικός στιγματισμός κάποιου β) επισήμανση, εντοπισμός …   Dictionary of Greek

  • στηλίτευση — η / στηλίτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [στηλιτεύω] (στην αρχαιότητα και στο Βυζ.) αναγραφή τού ονόματος ενός ατόμου σε στήλη για τον διασυρμό του νεοελλ. δριμεία δημόσια καταγγελία και επίκριση, στιγματισμός, ονειδισμός …   Dictionary of Greek

  • απλανητισμός — Απαραίτητη ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος για να μπορεί να δώσει με ευκρίνεια το είδωλο ενός αντικειμένου. Ο α. χαρακτηρίζεται από την απουσία σφαιρικής εκτροπής των απλών (μονόχρωμων) ακτινοβολιών και παραμόρφωσης. Για να ικανοποιείται η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”